δείλανδρος

δείλανδρος
δείλανδρος
cowardly
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δείλανδρος — δείλανδρος, ον (AM) δειλός, άνανδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δειλός + ανήρ (ανδρός)] …   Dictionary of Greek

  • δείλανδρον — δείλανδρος cowardly masc/fem acc sg δείλανδρος cowardly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειλάνδρου — δείλανδρος cowardly masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείλανδροι — δείλανδρος cowardly masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

  • δειλανδρία — δειλανδρία, η (Μ) [δείλανδρος] δειλία, ανανδρία …   Dictionary of Greek

  • δειλανδρώ — δειλανδρῶ ( έω) (AM) [δείλανδρος] δείχνομαι άνανδρος, δειλός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”